- ποδόψηστρον
- ποδόψηστρονfootwiperneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδόψηστρον — τὸ, Α ψάθα στην είσοδο για τον καθαρισμό τών υποδημάτων από τις λάσπες ή το χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ψηστρον (< θ. ψη τού ψάω/ *ψήω «τρίβω, αγγίζω ελαφρώς, σφουγγίζω» + επίθημα τρον, με δυσερμήνευτο σ , πρβλ. παρακμ. ἔ ψησ μαι), πρβλ … Dictionary of Greek
ποδοψήστρων — ποδόψηστρον footwiper neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδόψηστρα — ποδόψηστρον footwiper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίβληστρον — ἀμφίβληστρον, το (Α) 1. οτιδήποτε ρίχνεται γύρω από κάποιον ή κάτι ως δίχτυ 2. το δίχτυ τού ψαρέματος που ρίχνεται στα ρηχά νερά, πεζόβολος, αθίβολος 3. λέγεται μτφ. για τον μανδύα που έριξαν γύρω από το σώμα τού Αγαμέμνονα, σαν κυνηγετικό δίχτυ … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek